- αγαμία
- Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους Αθηναίους δεν υπήρχε ποινή, αν κρίνει κανείς από μια μαρτυρία του Πλούταρχου. Πάντως, η α. αποδοκιμαζόταν από την κοινωνία. Ανάλογες αντιλήψεις επικρατούσαν και σε άλλους λαούς. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι Πέρσες εκτιμούσαν τους ανθρώπους ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών που είχαν και στη Βαβυλωνία υπήρχε ένα αρχαίο έθιμο, σύμφωνα με το οποίο οι πιο ωραίες παρθένες δεν είχαν δικαίωμα να παντρευτούν αν δεν γινόταν πρώτα γι’ αυτές δημοπρασία, που έδινε στον νικητή δικαίωμα πρώτης συνεύρεσης. Το προϊόν της δημοπρασίας δινόταν προίκα στις άσχημες και άγαμες.
Στην αρχαία Ρώμη η α. ήταν αδίκημα, που συνεπαγόταν ποινές. Πολλοί νόμοι επέβαλαν στερήσεις στους άγαμους (δεν έπαιρναν μερίδιο στην κληρονομία κλπ.), ενώ οι πολύτεκνοι απαλλάσσονταν από πολλές υποχρεώσεις.
Κατά την αντίληψη πολλών χριστιανών θεολόγων, η α. είναι αντίθετη προς τους φυσικούς νόμους. Με εξαίρεση ορισμένους αιρετικούς, όπως o Μάνης (3ος αι.) και o Μοντανός (2ος αι.), που κήρυσσαν την α. στους οπαδούς τους και ιδιαίτερα στον κλήρο, η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τη διαιώνιση του γένους θεϊκή εντολή. «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην» (Γεν. α’ 27-28). Η ευλογία του γάμου από τον ίδιο τον Χριστό επιβεβαιώνει τη σημασία της εντολής «ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω». Η πνευματική ωστόσο τελείωση του ανθρώπου, που αποτελεί και την πλήρωση του θείου θελήματος, απαιτεί, κατά τους θεολόγους πάντοτε, τον περιορισμό κάθε απόλαυσης που συνδέεται με το αισθητό.
«Εισί ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς διά την βασιλείαν των ουρανών· ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ΙΘ’ 12). Με τον τρόπο αυτό εκθειάζεται η παρθενία, ως θείο δώρο, με το οποίο ο άνθρωπος, αποδεσμευμένος από υλικές φροντίδες και εγωιστικές παρορμήσεις, ταυτίζεται με το θείο. Στην αντίληψη αυτή βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος της α. του κλήρου. Οι θέσεις του Αποστόλου Παύλου υπέρ της α. («καλόν ανθρώπω γυναικός μη άπτεσθαι»), αν και δεν ήταν δεσμευτικές για τον κλήρο, επηρέασαν τις μεταγενέστερες γενιές. Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, μεγάλες μορφές της εκκλησίας, όπως ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Συνέσιος ο Κυρηναίος και αρκετοί πάπες της Ρώμης, ήταν έγγαμοι. Αντίθετα, την ίδια εποχή, ο Τερτυλλιανός, που έγραψε και το βιβλίο Περί Αγνείας (De Pudicitia),και ο άγιος Ιερώνυμος ήταν θερμοί θιασώτες της α.
Οι πρώτες σύνοδοι που αποπειράθηκαν να επιβάλουν την α. του κλήρου, χωρίς όμως επιτυχία, ήταν της Ελβίρας (305) και η Οικουμενική Σύνοδος του 325. Τελικά, η Οικουμενική Σύνοδος, η γνωστή ως Πενθέκτη, δέχτηκε την ιερότητα του γάμου και επέβαλε την α. μόνο στους επισκόπους. Η καθολική εκκλησία καθιέρωσε την α. όλων ανεξαιρέτως των κληρικών το 1074, με σύνοδο που έγινε στη Ρώμη με την καθοδήγηση του πάπα Γρηγορίου Z’. Η απαγόρευση προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες και τελικά επιβλήθηκε με βίαια μέτρα: οι γάμοι των κληρικών θεωρήθηκαν άκυροι και τα παιδιά τους νόθα. Αντίθετα προς τους ορθόδοξους και τους καθολικούς, οι προτεστάντες επιτρέπουν τον γάμο σε όλους τους βαθμούς του ιερατείου. Στους μοναχούς η α. είναι υποχρεωτική σε όλα τα χριστιανικά δόγματα.
* * *η (Α ἀγαμία) [ἄγαμος]το να είναι κανείς άγαμος, ανύπαντρος, ο άγαμος βίος.
Dictionary of Greek. 2013.